πλαστός

πλαστός
πλαστός, ή, όν (πλάσσω; Hes. et al.) pert. to being mentally constructed without a basis in fact, fabricated, false (so since Eur., Bacch. 218; Hdt. 1, 68; Lycophron 432 ἐν πλασταῖς γραφαῖς, also PSI 494, 13 [III B.C.]; POxy 237 VIII, 14 [II A.D.]; Philo, Somn. 2, 140; Jos., Vi. 177; 337) πλ. λόγοι 2 Pt 2:3 (Ael. Aristid. 36, 91 K.=48 p. 474 D.: ὁ λόγος πέπλασται; cp. POxy 237 VIII, 14 [II A.D.] of a forged contract).—DELG s.v. πλάσσω. M-M. TW.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πλαστός — formed masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαστός — ή, ό / πλαστός, ή, όν, ΝΜΑ [πλάσσω] 1. αυτός που έχει πλαστεί, κατασκευαστεί από εύπλαστη ύλη, ιδίως από πηλό ή κερί 2. αυτός που πλάστηκε ως απομίμηση τού γνησίου, ψευδής, ψεύτικος, κίβδηλος (α. «πλαστό έγγραφο» β. «οὐ πλαστὴν τὴν φιλίαν… …   Dictionary of Greek

  • πλαστός — ή, ό ο ψεύτικος, ο μη γνήσιος, ο μη πραγματικός: Ο τίτλος είναι πλαστός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλαστόν — πλαστός formed masc acc sg πλαστός formed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαστοῖς — πλαστός formed masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαστοί — πλαστός formed masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαστοῦ — πλαστός formed masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαστῶς — πλαστός formed adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαστῷ — πλαστός formed masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηρόπλαστος — η, ο (Α κηρόπλαστος, ον) ο κατασκευασμένος, ο πλασμένος από κερί, κέρινος, κερένιος («μελίσσης κηρόπλαστον ὄργανον», Σοφ.) αρχ. 1. (για κορίτσι) όμορφη σαν κερένια κούκλα («ξανθώ, κηρόπλαστε, μυρόχροε», Ανθ. Παλ.) 2. κηρόδετος. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • ημίπλαστος — ἡμίπλαστος, ον (Α) αυτός που έχει πλαστεί κατά το ήμισυ, ατελώς πλασμένος, μισοπλασμένος, μισοσχηματισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + πλαστος (< πλάσσω), πρβλ. εύ πλαστος, πρωτό πλαστος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”